- συνανάγω
- ΜΑ [ἀνάγω]ανυψώνω κάποιον ή κάτι μαζί με άλλο (α. «ταύτη και συμβαπτίσω καὶ συνανάξω σε», Γρηγ. Ναζ.β. «συνανήγαγε... ἡμᾱς εἰς οὐρανοὺς ἀνερχόμενος», Δαμασκ. Ι.)αρχ.1. φέρνω πίσω μαζί2. (σχετικά με θυσία ή εορτή) τελώ από κοινού («θυσίαν συνανάγειν», Φίλ)3. παθ. συνανάγομαια) αποπλέω, βγαίνω στο πέλαγος μαζί («οὔτε συνανήχθη οὔτε ἀνέθετο εἰς τὴν ναῡν οὐδέν», Δημοσθ.)β) φορτώνω επίσης στο πλοίο.
Dictionary of Greek. 2013.